Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα algluiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας algluiĝas algluiĝanta algluiĝata
αόριστος algluiĝis algluiĝinta algluiĝita
μέλλοντας algluiĝos algluiĝonta algluiĝota
υποθετική algluiĝus - -
προστακτική algluiĝu - -

algluiĝi (eo)