Ουσιαστικό

επεξεργασία

aesthete (en) αρσενικό ή θηλυκό

  • με ιδιαίτερη ευαισθησία και αφοσίωση στο ωραίο, κυρίως στις τέχνες, εστέτ

Άλλες μορφές

επεξεργασία