acultural
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαacultural (en)
- που δεν έχει μια συγκεκριμένη κουλτούρα (έθιμα, συνήθειες κλπ) ή είναι άσχετος προς αυτή
- 1999, Orlando O Espín, Miguel H Díaz, From the heart of our people
- In other words, there is no acultural Christianity, just as there is no acultural option for God, love, and salvation.
- 1999, Orlando O Espín, Miguel H Díaz, From the heart of our people