(όχι ascending)

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ækˈsɛndɪŋ/, /ækˈsɛndɪn/

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

  1. σιγά σιγά παίρνει φωτιά, ανάβει
  2. γίνεται μέλος, εντάσσεται