Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ablaqueo < ab και αρχαία ελληνική λάκος

  Ρήμα επεξεργασία

ablaqueo (la)

  • σκάβω γύρω-γύρω από τις ρίζες δέντρου ή αφαιρώ τις περιττές ρίζες