Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abismiĝi < abism- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα abismiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας abismiĝas abismiĝanta abismiĝata
αόριστος abismiĝis abismiĝinta abismiĝita
μέλλοντας abismiĝos abismiĝonta abismiĝota
υποθετική abismiĝus - -
προστακτική abismiĝu - -

abismiĝi (eo)