Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
abholen
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γερμανικά (de)
Επεξεργασία
Ρήμα
Επεξεργασία
abholen
(de)
πηγαίνω να
πάρω
(κάποιον ή κάτι)
sie wird sich freuen, wenn wir sie
abholen
- θα χαρεί εάν πάμε να την
πάρουμε