Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

abartıcı < abartı (υπερβολή) + -cı

  Ουσιαστικό επεξεργασία

abartıcı (tr)

  • αυτός που υπερβάλλει

Συγγενικά επεξεργασία