Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

abanderada (es)

  1. θηλυκό του abanderado

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

abanderada (es) θηλυκό (αρσενικό: abanderado}}

  1. η σημαιοφόρος