a good lay
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος ουσιαστικό
επεξεργασίαa good lay (en)
καλογάμητος, -η, -ο | καλογαμούμενος, -η, -ο
- άτομο που γαμιέται καλά, που ξέρει να γαμηθεί, που είναι καλογαμούμενος, -η, -ο
- She was a good lay.
Πολυλεκτικός όρος επίθετο
επεξεργασίαa good lay (en)
- καλό γαμήσι, συνουσία κατά την οποία το διασκέδασα