Πολυλεκτικός όρος ουσιαστικό

επεξεργασία

a good lay (en)
καλογάμητος, -η, -ο | καλογαμούμενος, -η, -ο

  1. άτομο που γαμιέται καλά, που ξέρει να γαμηθεί, που είναι καλογαμούμενος, -η, -ο
    • She was a good lay.

  Πολυλεκτικός όρος επίθετο

επεξεργασία

a good lay (en)

  1. καλό γαμήσι, συνουσία κατά την οποία το διασκέδασα