Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

a fortiori < λείπει η ετυμολογία

  Επίρρημα επεξεργασία

a fortiori (la)

  • όταν προκύπτει ισχυρότερο δεδομένο απ' το προηγούμενο, για μεταγενέστερο ισχυρότερο τεκμήριο