Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

aŭdaci < → δείτε τις λέξεις aŭdaco και -i

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /awˈda.t͡si/

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα aŭdaci
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας aŭdacas aŭdacanta aŭdacata
αόριστος aŭdacis aŭdacinta aŭdacita
μέλλοντας aŭdacos aŭdaconta aŭdacota
υποθετική aŭdacus - -
προστακτική aŭdacu - -

aŭdaci (eo)