Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Wiederhören (de) ουδέτερο

  1. το να ακούει κάποιος ξανά. Μόνο στην έκφραση:
    auf Wiederhören!: « τα λέμε » (στο τηλέφωνο)