Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Wiederhören (de) ουδέτερο

  1. το να ακούει κάποιος ξανά. Μόνο στην έκφραση:
    auf Wiederhören!: « τα λέμε » (στο τηλέφωνο)