Ετυμολογία

επεξεργασία
Miĉjo < Mi (πρώτη συλλαβή της λέξης Miĥaelo) + -ĉj- + o

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Miĉjo (eo)

  • φιλικό ή στοργικό υποκοριστικό για τη λέξη «Μιχαήλ»

Δείτε επίσης

επεξεργασία