Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Επίθημα επεξεργασία

-όεν, ουδέτερο του -όεις

  1. β' συνθετικό που εκφράζει μεγάλο αριθμό προς αυτό που σημαίνει το α' συνθετικό