Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ῥῦσαι

  • β΄ πρόσωπο ενικού στην προστακτική μέσου αορίστου του ρήματος ῥύομαι
→ δείτε τη λέξη ῥύομαι, καθώς και ῥύω και ῥύσκομαι