Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥακιοσυρραπτάδης < ῥάκος και συρραπτάδης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥακιοσυρραπτάδης αρσενικό

  • ίσως λέξη που ο Αριστοφάνης έπλασε ειδικά για να ειρωνευθεί τον Ευριπίδη (στους Βάτραχους, 840), επειδή παρουσίασε τους ήρωές του με ράκη. Ο Αριστοφάνης βάζει τον Αισχύλο να λέει του Ευριπίδη:
σὺ δή με ταῦτ᾽ ὦ στωμυλιοσυλλεκτάδη, καὶ πτωχοποιὲ καὶ ῥακιοσυρραπτάδη; (μιλάς κι εσύ, που μαζεύεις κουτσομπολιά από τους δρόμους, που κάνεις ήρωες τους ζητιάνους , ο μπαλωματοράφτης;)