Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ῥαδινάκη < < περσικής ρίζας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ῥαδινάκη θηλυκό

  • σκούρα και δύσοσμη πετρελαιοειδής ουσία που ορυσσόταν στα Σούσα