Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ᾄσω

  • α΄ πρόσωπο ενικού στην υποτακτική ενεργητικού αορίστου του ρήματος ᾄδω
→ δείτε τη λέξη  ᾄδω