Δείτε επίσης: υποχόνδριος

Ετυμολογία

επεξεργασία

ὑποχόνδριος



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ὑποχόνδριος τὸ ὑποχόνδριον
      γενική τοῦ/τῆς ὑποχονδρίου τοῦ ὑποχονδρίου
      δοτική τῷ/τῇ ὑποχονδρί τῷ ὑποχονδρί
    αιτιατική τὸν/τὴν ὑποχόνδριον τὸ ὑποχόνδριον
     κλητική ! ὑποχόνδριε ὑποχόνδριον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ὑποχόνδριοι τὰ ὑποχόνδρι
      γενική τῶν ὑποχονδρίων τῶν ὑποχονδρίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ὑποχονδρίοις τοῖς ὑποχονδρίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ὑποχονδρίους τὰ ὑποχόνδρι
     κλητική ! ὑποχόνδριοι ὑποχόνδρι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὑποχονδρίω τὼ ὑποχονδρίω
      γεν-δοτ τοῖν ὑποχονδρίοιν τοῖν ὑποχονδρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ὑποχόνδριος < ὑπο- + χόνδρ(ος) + -ιος

ὑποχόνδριος, -ος, -ον

  • που βρίσκεται στο υποχόνδριο (περιοχή στο στήθος, κάτω από τους χόνδρους)