ὑποχόνδριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ὑποχόνδριος < αρχαία ελληνική ὑποχόνδριος
Επίθετο
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ὑποχόνδριος, -ος, -ον
- που βρίσκεται στο υποχόνδριο (περιοχή στο στήθος, κάτω από τους χόνδρους)
Πηγές
επεξεργασία
- ὑποχόνδριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.