Δείτε επίσης: υποχόνδριος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποχόνδριος < αρχαία ελληνική ὑποχόνδριος

  Επίθετο επεξεργασία

ὑποχόνδριος



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑποχόνδριος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ὑποχόνδριος

  • που βρίσκεται στο υποχόνδριο (περιοχή στο στήθος, κάτω από τους χόνδρους)