Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀσφραντήριος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀσφραντήριος, -α, -ον

  • που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τις οσμές