Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀρθομαρμάρωσις < ὀρθομαρμαρώ(νω) + -σις < ὀρθο- + (ελληνιστική κοινήμαρμαρόω / μαρμαρῶ < μάρμαρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀρθομαρμάρωσις θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία