ὀρθομαρμάρωσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὀρθομαρμάρωσις < ὀρθομαρμαρώ(νω) + -σις < ὀρθο- + (ελληνιστική κοινή) μαρμαρόω / μαρμαρῶ < μάρμαρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀρθομαρμάρωσις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ορθομαρμάρωσις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].