δόρυ ὀρεκτόν

(Ανακατεύθυνση από ὀρεκτόν δόρυ)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δόρυ ὀρεκτόν → δείτε τις λέξεις ὀρεκτόν και δόρυ

  Έκφραση

επεξεργασία

δόρυ ὀρεκτόν ουδέτερο

  • (οπλισμός) το δόρυ με το οποίο πλήττεται στόχος από μικρή απόσταση

Αντώνυμα

επεξεργασία