Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱεροφαντέω παρασύνθετο του ἱεροφάντης

ἱεροφαντέω - ἱεροφαντῶ (συνηρημένο)

  • είμαι ιεροφάντης (ιερέας που κατηχεί)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ρήμα ἱεροφαντέω - ἱεροφαντῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα και μέλλοντα, οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι, αναφέρεται από τον Ηράκλειτο (Αλληγορίαι 64)