Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱερουργία < ἱερουργέω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱερουργία

  1. θρησκευτική τελετή
  2. θυσία προς θεό, ή θεούς
  3. οποιαδήποτε θρησκευτική λειτουργία