ἱερολογέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἱερολογέω παρασύνθετο του ἱερολόγος
Ρήμα
επεξεργασίαἱερολογέω - ἱερολογῶ (συνηρημένο)
- ομιλώ για ιερά ζητήματα, πράγματα
- διεξάγω θρησκευτικές συζητήσεις
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα ἱερολογέω - ἱερολογῶ απαντάται μόνο στον ενεστώτα, οι άλλοι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι