ἱεραρχῶ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἱεραρχῶ < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hiérarchiser < hierarchie < ἱεραρχία
Ρήμα
επεξεργασίαἱεραρχῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἱεραρχῶ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἱεραρχῶ
- (ελληνιστική περίοδος) οδηγώ, κατευθύνω προς ιερά θέματα