Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἱεραγωγός < ἱεραγέω

  Επίθετο επεξεργασία

ἱεραγωγός, -ος, -ον

  1. αυτός που ιεραγεί, που μεταφέρει ιερά σκεύη, ή ιερές προσφορές (π.χ. ζώα προς θυσία)
    ἱεραγωγός ναῦς

Συνώνυμα επεξεργασία