Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
ἠγνόημαι
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου παρακειμένου του ρήματος ἀγνοέω και σε συνηρημένο τύπο ἀγνοῶ
→ δείτε τη λέξη  ἀγνοέω