Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
ἠγαλλιάθην
  • α΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική μέσου αορίστου του ρήματος ἀγαλλιάω και σε συναίρεση ἀγαλλιῶ
→ δείτε τη λέξη  ἀγαλλιάω