Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἐλπίνικος < ἐλπίδα + -νικος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἐλπίνικος αρσενικό