ἔστω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασία- ἔστω
- γ΄ πρόσωπο εν. προστακτικής ενεστώτα του ρήματος εἰμί (όλα τα πρόσωπα: ἴσθι, ἔστω, ἔστε, ἔστων/ ἔστωσαν)
Εκφράσεις
επεξεργασία- "ἔστω τοῦτο ἀληθὲς εἶναι" : ας θεωρήσουμε δεδομένο ότι αυτό αληθεύει
- → δείτε τη λέξη εἰμί