Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρημοκόμης < ἐρημο- + -κόμης

  Επίθετο επεξεργασία

ἐρημοκόμης, -ης, -ες

  • που δεν έχει κόμη, δεν έχει μαλλιά

  Πηγές επεξεργασία