Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐλευθεριάζω < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐλευθεριάζω

  1. συμπεριφέρομαι σαν ελεύθερος
  2. μιλάω πρόχειρα, χωρίς τεκμηρίωση