Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀναγυροῦντι < Ἀναγυροῦς, γεν. Ἀναγυροῦντος

  Επίρρημα

επεξεργασία

Ἀναγυροῦντι (τοπικό επίρρημα)

Συγγενικά

επεξεργασία