Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀβωνοτειχίτης < Ἀβώνου Τεῖχος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία
Ἀβωνοτειχίτης αρσενικό ενικός
  1. ο κάτοικος, ή ο καταγόμενος από την αρχαία ελληνική πόλη Ἀβώνου Τεῖχος
  2. περιβόητος αγύρτης μάγος και απατεώνας της αρχαιότητας