Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀβυδηνός < Ἄβυδος

  Επίθετο

επεξεργασία
Ἀβυδηνός , -ή , -ον
  1. ο κάτοικος ή ο καταγόμενος από την Ἄβυδο

Εκφράσεις

επεξεργασία

αβυδηνόν επιφόρημα: έκφραση που χαρακτήριζε, κατά την αρχαιότητα, πράξη ασεβή ή που προκαλούσε αηδία και η οποία προήλθε από το περίεργο έθιμο των κατοίκων της Αβύδου, που κατά τα επιδόρπια των επισήμων γευμάτων που παρέθεταν, έφερναν στην αίθουσα τα νήπια με τις τροφούς τους, που φώναζαν και ενοχλούσαν τους συνδαιτημόνες.

Συγγενικά

επεξεργασία
  1. ἀβυδικός ελληνιστική (= αξίωμα στο Βυζάντιο)