• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ἄταλα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Εκφράσεις
      • 1.2.3 Δείτε επίσης
    • 1.3 Πηγές

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄταλα, πλαστή λέξη < σάταλα, πάταλα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄταλα άκλιτο

  • (λέξη χωρίς νόημα) πλαστή λέξη που συναντάται σε εκφράσεις, όπως
    ἄταλα σάταλα πάταλα

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • ἄνταλα
  • ἄντζαλα

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ἄταλα σάταλα πάταλα
  • ἄντζαλα μάνταλα σάνταλα

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • νέα ελληνικά: τζάντζαλα

Πηγές

επεξεργασία
  • ἄταλα -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ἄταλα&oldid=5020233"
Τελευταία επεξεργασία στις 7 Μαΐου 2021, στις 00:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 7 Μαΐου 2021, στις 00:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας