ἄανθα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄανθᾰ | αἱ | ἄανθαι |
γενική | τῆς | ἀάνθης | τῶν | ἀανθῶν |
δοτική | τῇ | ἀάνθῃ | ταῖς | ἀάνθαις |
αιτιατική | τὴν | ἄανθᾰν | τὰς | ἀάνθᾱς |
κλητική ὦ! | ἄανθᾰ | ἄανθαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀάνθᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀάνθαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
- ἄανθα θηλυκό
- είδος ενωτίου, σκουλαρικιού
Άλλες μορφές Επεξεργασία
- ἀάνθα, -ης (θηλυκό)