ἄανθα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἄανθα < αβέβαιης ετυμολογίας → δείτε ἀάνθα
Ουσιαστικό
επεξεργασία- ἄανθα, -? θηλυκό
- (κόσμημα) είδος σκουλαρικιού
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀάνθα, -ης (θηλυκό)
Πηγές
επεξεργασία- ἄανθα, ἀάνθα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.