ἁρματοτροφέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἁρματοτροφέω - ἁρματοτροφῶ (συνηρημένο)
- είμαι ιδιοκτήτης, τρέφω άλογα άρματος, ιδίως για αγώνες αρματοδρομίας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ἅρμα και τρέφω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἁρματοτροφέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁρματοτροφέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.