Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁρματοτροφέω < (ἅρμα)ἁρμᾰτο- + τροφ- (τρέφω) + -έω

ἁρματοτροφέω - ἁρματοτροφῶ (συνηρημένο)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἅρμα και τρέφω