ἁλυκάριος
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἁλυκάριος αρσενικό
- (επάγγελμα)
- ο εργαζόμενος σε αλυκή
- ο ιδιοκτήτης η διαχειριστής αλυκής
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἁλυκάριος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].