Δείτε επίσης: αλυκάριος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἁλυκάριος < αλυκ(ή) + -άριος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἁλυκάριος αρσενικό

  • (επάγγελμα)
    1. ο εργαζόμενος σε αλυκή
    2. ο ιδιοκτήτης η διαχειριστής αλυκής

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία