Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀτρεμέω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀτρεμέω - ἀτρεμῶ (συνηρημένο)

  • μένω ακίνητος