Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀποκοσμῶ < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀποκοσμῶ (ελληνιστική κοινή)

  • καθαρίζω και αποκαθιστώ την τάξη αφαιρώντας τα περιττά

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία