ἀμωλεί
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ ζητούμενο λήμμα GDI 4992 (Gortyn).
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἀμολεῖ (αμφισβητούμενο ἀμōλεῖ ICr.4.75D.4 (Γόρτυνα)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νεοελληνικό ιδιωματικό: αμώλυα
Πηγές
επεξεργασία- ἀμωλεί, ἀμολεί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.