ἀμφικτιονικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαἀμφικτιονικός < ἀμφικτιονία
Επίθετο
επεξεργασίαἀμφικτιονικός, -η, -ο ή ἀμφικτυονικός, -η, -ο
- που αναφέρεται στην αμφικτιονία.
ἀμφικτιονικός < ἀμφικτιονία
ἀμφικτιονικός, -η, -ο ή ἀμφικτυονικός, -η, -ο