Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγκιστρεία < ἀγκιστρεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγκιστρεία

  • ψάρεμα με αγκίστρι