Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ἀγγέλλοιμεν

  • α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην ευκτική ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἀγγέλλω
→ δείτε τη λέξη  ἀγγέλλω