Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγανῶπις < ἀγανός + ὤψ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀγανῶπις θηλυκό

  1. αυτή που έχει γλυκό βλέμμα
  2. η γλυκομάτα