Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγαλλίς < άγνωστης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγαλλίς θηλυκό

  • είδος υακίνθων, ξιφοειδές, σπαθόχορτο