Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβοητί < ἀβόητος

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀβοητί
  1. χωρίς βοή, σιωπηρά
  2. (αναφορά σε μάχη): χωρίς πρόσταγμα, χωρίς διαταγή, ενέργεια εκούσια